αναβιώνω — (Α ἀναβιῶ, όω) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, ξαναγεννιέμαι νεοελλ. επαναφέρω κάτι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωπυρώνω, επαναδραστηριοποιώ, ενεργοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ + βιῶ. ΠΑΡ. ἀναβίωσις ( η) μσν. ἀναβίωμα] … Dictionary of Greek
αναβιώσκομαι — ἀναβιώσκομαι (Α) (μτγν. και ενεργ. ἀναβιώσκω) 1. (ενεργ. και παθ.) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ 2. επαναφέρω στη ζωή, ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βιώσκομαι] … Dictionary of Greek
αναζώ — ( έω) (ΑΜ ἀναζῶ, άω και ώω) επανέρχομαι στη ζωή, αναβιώνω, ξαναζώ νεοελλ. 1. ανακτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι 2. εμφανίζω σημεία ζωής λέγεται για το έμβρυο που σκιρτά για πρώτη φορά μέσα στη μήτρα 3. επαναφέρω κάποιον στη ζωή 4. παρέχω σε κάποιον… … Dictionary of Greek
εξαναζώ — και ξαναζώ (Μ ἐξαναζῶ) αναβιώνω, ξανάρχομαι στη ζωή … Dictionary of Greek
επαναζώ — (Α ἐπαναζῶ, ώω) ξαναζῶ, αναβιώνω, επανέρχομαι στη ζωή … Dictionary of Greek
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
μεταπνέω — (ΑΜ, Α και μεταπνείω) αναπνέω πάλι, ξαναπαίρνω αναπνοή, ανακουφίζομαι μσν. ξαναζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πνέω «φυσώ»] … Dictionary of Greek
αναβιώνω — ίωσα, αμτβ., ξαναζώ, αποχτώ ξανά δύναμη: Αισθανόταν πως αναβίωνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)